Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ καθαρὸν καὶ εὐ

См. также в других словарях:

  • τητάνιος — και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, ον, Α 1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής τής χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ. β. «σητάνεια κρόμμυα») 2. (για σιτάρι)… …   Dictionary of Greek

  • NUPTIALIS Corona — apud Graecox Romanosque frequens olim. Et quidem uterque coronari solebat, Sponsus et Sponsa. Haec enim coronam floream, quam gestaverat, ponetat tum, cum in manus Viri conveniebat, sumebatque miptialem. Martianus Capella in Carmine Hymenaei l. 9 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • AES Indicum — in Mirabil. Philosopho sic discribitur: Aiunt aes esse in Indis tam lucidum et purum et rubiginis expers, ut colore ab auro non dignoscatur. Sed et inter Darii pocula esse aliquot batiacas, de quibus aliter, quam ex olfactu, diiudicari non possit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BATIACA — Graece Βατιάκη, item Βατιάκιον, inter pocula memoratur Diphilo et Philem oni apud Athen. l. 11. Ex aere Persico vel Indico fuit, de quo sic in Mirabilibus Philosophus: Φασὶ δὲ καὶ εν Ι᾿νδοῖς τὸν χαλκὸν οὕτως εἶναι λαμτρὸν καὶ καθαρὸν καὶ ἀνίωτον …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μυρεψώ — μυρεψῶ, έω (ΑΜ) [μυρεψός] παρασκευάζω μύρα, ασκώ το επάγγελμα τού μυρεψού, είμαι μυρεψός αρχ. (και μτφ.) παρασκευάζω κάτι σαν μύρο («τὸν καθαρὸν καὶ εὐώδη μυρεψιῶ βίον», Γρηγ. Νύσσ. β. «τὴν διὰ τῶν ἀρετῶν μυρεψουμένην ευωδίαν», Γρηγ. Νύσσ.) …   Dictionary of Greek

  • υποβαίνω — ΜΑ [βαίνω] (με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν. β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.) αρχ. 1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ… …   Dictionary of Greek

  • dheu-3 —     dheu 3     English meaning: shining, to shine     Deutsche Übersetzung: “blank, glänzen”     Material: O.Ind. dhavalá “gleaming white”, dhü vati “makes blank, purifies, cleans, swills “, Av. fraδavata “ rubbed off (cleaning) “; Gk. θοός …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»